εκκρεμής

εκκρεμής
ης, ες
1) висящий, висячий; 2) нерешённый, ожидающий решения, незаконченный;

εκκρεμής δίκη ( — или δικαστική υπόθεσις) юр. — незаслушанное дело;

εκκρεμής λογαριασμός — ещё не составленный счёт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκκρεμής" в других словарях:

  • ἐκκρεμής — suspended masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκρεμής — ές (AM ἐκκρεμής, ές) 1. μετέωρος 2. αβέβαιος («εκκρεμής λογαριασμός») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εκκρεμές α) σώμα στερεωμένο από σταθερό σημείο το οποίο ταλαντεύεται υπό την επίδραση τού βάρους του β) ρολόι που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με …   Dictionary of Greek

  • εκκρεμής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο κρεμασμένος από κάποιο σημείο, ο μετέωρος. 2. μτφ., που γι αυτόν δεν πάρθηκε οριστική απόφαση, που δε δόθηκε σ αυτόν οριστική λύση, που ακόμη εκκρεμεί, αβέβαιος: Εκκρεμής δικαστική υπόθεση. 3. το ουδ. ως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκκρεμῆ — ἐκκρεμής suspended neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐκκρεμής suspended masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐκκρεμής suspended masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκρεμεῖ — ἐκκρεμής suspended masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκκρεμής suspended masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκρεμεῖς — ἐκκρεμής suspended masc/fem acc pl ἐκκρεμής suspended masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκρεμέα — ἐκκρεμής suspended neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐκκρεμής suspended masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκρεμές — ἐκκρεμής suspended masc/fem voc sg ἐκκρεμής suspended neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκρεμοῦς — ἐκκρεμής suspended masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκρεμέας — ἐκκρεμής suspended masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκρεμέες — ἐκκρεμής suspended masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»